- ερωτικός
- -ή, -ό (AM ἐρωτικός, -ή, -όν)1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον έρωτα, αυτός που προέρχεται από έρωτα («ερωτική λύπη»)2. αυτός που εκφράζει έρωτα («ερωτική επιστολή»)3. ο επιρρεπής στον έρωτα, αυτός που εύκολα και επιπόλαια ερωτεύεταιμσν.όμορφος, ευχάριστος στις αισθήσεις2. ποθητός3. ερωτευμένος4. αγαπημένος5. α) το αρσ. ως ουσ. ὁ ἐρωτικόςο εραστήςβ) το θηλ. ως ουσ. ἡ ἐρωτικήη ερωμένη, η αγαπημένηαρχ.-μσν.1. αυτός που επιθυμεί ζωηρά κάτι2. (το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.) τὰ ἐρωτικάζητήματα σχετικά με τον έρωτα, ερωτικές υποθέσεις.επίρρ...ερωτικώς και ερωτικά(AM ἐρωτικῶς)1. με ερωτικό τρόπο2. με ερωτική διάθεσηαρχ.φρ. «ἐρωτικῶς ἔχω τινός»α) έχω ερωτική σχέση με κάποιονβ) (με απαρμφ.) επιθυμώ σφοδρά να κάνω κάτι («ἐρωτικῶς ἔχειν τοῡ ἤδη ποιεῑν τι», Ξεν.).[ΕΤΥΜΟΛ. < έρως, -ωτος. Η λ. ερωτικός απαντά ως α’ σύνθ. σε επτά μεσαιωνικά σύνθετα (πρβλ. ερωτικόβρυτος, ερωτικογραμμένος, ερωτικοενήδονος, ερωτικοθέλημα, ερωτικοκάρδιος, ερωτικοκόρη, ερωτικοπόθος) πιθ. αντί τού ερωτο-].
Dictionary of Greek. 2013.